- κατακρίνω
- και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω)1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου»)2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α. «κατακρίνω τη σπατάλη» β. «κατακρίνειν ψευδολογίαν»)νεοελλ.1. κακολογώ («κάτω απ' την ίδια τη σκεπή μην κατακρένεις»)2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατακριμένος, -η, -οαξιοκατάκριτοςμσν.-αρχ.παίρνω καταδικαστική απόφαση εναντίον κάποιου, καταδικάζω («τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινε», Ισοκρ.)αρχ.παθ. κατακρίνομαια) είμαι καταδικασμένος («τοῑσι μὲν κατακέκριτο θάνατος», Ηρόδ.)β) (για πράξη) είμαι αξιόποινος, προβλέπομαι και τιμωρούμαι από τον νόμο.
Dictionary of Greek. 2013.